- παρακυλώ
- παρακύλησα, παρακυλήθηκα, κυλώ κάτι ή κάποιον· το μέσ., κυλιέμαι υπερβολικά: Παρακυλήθηκε το παιδί στα χώματα κι έγινε χάλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακυλώ — άω 1. (για πλοίο) γέρνω πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά λόγω τρικυμίας, κλυδωνίζομαι, υφίσταμαι διατοιχισμό, διατοιχώ 2. κυλώ κάτι υπερβολικά 3. μέσ. παρακυλιέμαι και παρακυλιούμαι ξαπλώνω και κάνω επανειλημμένα περιστροφές με το σώμα,… … Dictionary of Greek
παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… … Dictionary of Greek
παρακυλητό — το το παρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακυλώ + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek